- συνεγγισμός
- συν-εγγισμός, ὁ, Annäherung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεγγισμός — approach masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμός — ὁ, Α [συνεγγίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεγγίζω* … Dictionary of Greek
συνεγγισμοῦ — συνεγγισμός approach masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμούς — συνεγγισμός approach masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμῷ — συνεγγισμός approach masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγγισμόν — συνεγγισμός approach masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)